ὀργανοποιίας

ὀργανοποιίας
ὀργανοποιίᾱς , ὀργανοποιία
instrument-making
fem acc pl
ὀργανοποιίᾱς , ὀργανοποιία
instrument-making
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γκουαρνέρι — (Guarneri).Οικογένεια Ιταλών οργανοποιών από την Κρεμόνα. Πρεσβύτερος της οικογένειας υπήρξε ο Αντρέα (Andrea, Κρεμόνα 1626 1698). Μαθητής αρχικά του Νικόλα Αμάτι, διάσημου οργανοποιού από την Κρεμόνα, απομακρύνθηκε αργότερα από τη σχολή του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”